παραγγελμα

παραγγελμα
    παράγγελμα
    παρ-άγγελμα
    -ατος τό
    1) возвещение, объявление, весть
    

φλογὸς παραγγέλματα Aesch. — огненные (световые) сигналы

    2) приказ(ание), команда
    

(ἀπὸ παραγγέλματος Thuc.; ὥσπερ ἐκ παραγγέλματος Plut.)

    3) наставление, совет Xen., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "παραγγελμα" в других словарях:

  • παράγγελμα — message transmitted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράγγελμα — το, ΝΜΑ [παραγγέλλω] 2. πρόσταγμα, διαταγή (α. «στρατιωτικό παράγγελμα» β. «τῶν τριηράρχων ἐχόντων παράγγελμα μὴ χωρίζεσθαι», Δημοσθ.) 2. επιταγή, εντολή, παραίνεση, συμβουλή, («ηθικό παράγγελμα») νεοελλ. (νομ.) (στο βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο)… …   Dictionary of Greek

  • παράγγελμα — το διαταγή, πρόσταγμα: Στις γυμναστικές επιδείξεις τα παραγγέλματα δίνονται από το μικρόφωνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγγελμάτων — παράγγελμα message transmitted neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγέλμασι — παράγγελμα message transmitted neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγέλμασιν — παράγγελμα message transmitted neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγέλματα — παράγγελμα message transmitted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγέλματι — παράγγελμα message transmitted neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγέλματος — παράγγελμα message transmitted neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»